Τρόπος υπολογισμού της τιμής του φυσικού αερίου από τις ΕΠΑ

Τρόπος υπολογισμού της τιμής του φυσικού αερίου από τις ΕΠΑ

Έως την 1η Νοεμβρίου κάθε έτους, οι ΕΠΑ υποχρεούνται να υποβάλουν στη ΡΑΕ δήλωση με τα τιμολόγια παροχής φυσικού αερίου και τα τέλη σύνδεσης, τα οποία θα εφαρμοστούν κατά το επόμενο ημερολογιακό έτος. Η ΡΑΕ ελέγχει τα προτεινόμενα τιμολόγια ώστε αυτά να είναι διαφανή και ανακοινώσιμα, να βασίζονται ιδίως σε στοιχεία κόστους και στις τιμές ανταγωνιστικών καυσίμων και να μην δημιουργούν διακρίσεις σε βάρος συγκεκριμένων καταναλωτών, κριτήρια τα οποία ορίζονται στην Άδεια Διανομής και στο ν. 2364/1995. Επίσης, η ΡΑΕ έχει αρμοδιότητα ελέγχου των ετήσιων εσόδων που προέρχονται από τα τιμολόγια παροχής φυσικού αερίου, καθώς και από τη μεταφορά φυσικού αερίου μέσω του συστήματος διανομής για λογαριασμό της ΔΕΠΑ. Τα έσοδα αυτά δεν μπορούν να υπερβούν ένα προκαθορισμένο στις Άδειες Διανομής όριο (revenue cap), προκειμένου να μην υφίσταται κατάχρηση εις βάρος των καταναλωτών. Στο πλαίσιο των ανωτέρω αρμοδιοτήτων, η ΡΑΕ παρακολουθεί και ελέγχει την ορθή εφαρμογή των τιμολογίων των ΕΠΑ κατά τη διάρκεια του έτους.

Τέλη σύνδεσης: αντιπροσωπεύουν το κόστος για τη σύνδεση των εγκαταστάσεων των καταναλωτών με το δίκτυο διανομής και διαφέρουν αναλόγως των τεχνικών χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων της εγκατάστασης κάθε καταναλωτή ή κατηγορίας καταναλωτών. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι ΕΠΑ αναλαμβάνουν μέρος του κόστους σύνδεσης με την παροχή εκπτώσεων επί του τέλους σύνδεσης.

Όσον αφορά την τιμή του φυσικού αερίου που προμηθεύεται η χώρα βάσει διακρατικών συμφωνιών, αυτή βασίζεται αποκλειστικά στις τιμές των πετρελαιοειδών προϊόντων και αναπροσαρμόζεται περιοδικά βάσει των τιμών αυτών. Κατά συνέπεια, το βασικό στοιχείο κόστους που λαμβάνεται υπόψη κατά την τιμολόγηση (δηλαδή το κόστος του εμπορεύσιμου αγαθού), συσχετίζεται με την τιμή των ανταγωνιστικών καυσίμων, δηλαδή των πετρελαιοειδών προϊόντων. Η πρακτική αυτή, δηλαδή της τιμολόγησης του φυσικού αερίου με βάση τις τιμές πετρελαιοειδών προϊόντων (oil indexed pricing), ακολουθείται στην πλειοψηφία των μακροχρόνιων συμβολαίων προμήθειας φυσικού αερίου (long-term contracts) που συνάπτονται στην Ευρώπη.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΠΑ Αττικής μέχρι τον Οκτώβριο 2011 καθόριζε την τιμή του φυσικού αερίου με βάση τις τιμές των ανταγωνιστικών καυσίμων (προσέγγιση «market value»), ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται το αέριο (οικιακή, επαγγελματική, βιομηχανική). Παρόμοια πρακτική τιμολόγησης εφαρμόζεται ή έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως σε περιπτώσεις όπου σε μια εταιρία διανομής έχει χορηγηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα προμήθειας φυσικού αερίου σε τελικούς καταναλωτές (μονοπωλιακό δικαίωμα).

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία αυτή, το οικιακό τιμολόγιο (θέρμανση – μαγείρεμα – ζεστό νερό χρήσης), αναπροσαρμοζόταν ανά μήνα με βάση την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) του προηγούμενου μήνα. Η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης προσδιοριζόταν ως η μέση τιμή των τελικών τιμών καταναλωτή που ανακοινώνεται από την επίσημη ιστοσελίδα του αρμόδιου Υπουργείου για την περιοχή της Αττικής, βάσει δειγματοληψίας που πραγματοποιείται κάθε Παρασκευή. Η τελική τιμή χρέωσης του φυσικού αερίου υπολογιζόταν έτσι ώστε να είναι 20% οικονομικότερη από την ανωτέρω τελική τιμή του πετρελαίου θέρμανσης.

Οι ΕΠΑ Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας από την αρχή της δραστηριοποίησής τους, καθώς και η ΕΠΑ Αττικής μετά τον Οκτώβριο 2011, ακολουθούν κοστοστρεφή προσέγγιση στον καθορισμό των τιμολογίων τους (cost – plus pricing), αφού από το ν.2364/95 δεν είναι υποχρεωτική η εφαρμογή ομοιόμορφων τιμολογίων από τις τρεις ΕΠΑ. Συγκεκριμένα, η τιμή του φυσικού αερίου προκύπτει από τον τύπο Tn = Pg n-1 + Md, όπου Pg η τιμή προμήθειας αερίου από τη ΔΕΠΑ, η οποία μεταβάλλεται μηνιαία, και Md το περιθώριο διανομής που καθορίζεται ετησίως από τις ΕΠΑ.

Κάθε μορφή ενέργειας ή καύσιμο μπορεί να εκφραστεί σε kWh, δηλαδή στην ενέργεια που εκλύει όταν καίγεται, γεγονός που καθιστά δυνατή τη σύγκριση δύο οποιονδήποτε μορφών ενέργειας ή καυσίμων όσον αφορά την τιμή τους. Εξάλλου, σύμφωνα με την Άδεια διανομής των ΕΠΑ, «ο καθορισμός των Τιμολογίων Παροχής, εφόσον κυμαίνονται ανάλογα με τις ποσότητες φυσικού αερίου που παρέχονται, γίνεται με αναφορά στην ποσότητα σε kWh φυσικού αερίου που παρέχεται». Έτσι, 1lt πετρελαίου θέρμανσης αποδίδει 10,52 kWh.

Ο συντελεστής μετατροπής κατανάλωσης φυσικού αερίου από m3/ώρα σε kWh, συσχετίζεται με τη θερμογόνο δύναμη του Φ.Α. και εξαρτάται από τη σύστασή του. Η περιοδική μέτρηση της θερμογόνου δύναμης του Φ.Α. διενεργείται στους μετρητικούς σταθμούς που βρίσκονται στις εισόδους του συστήματος διανομής των ΕΠΑ, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου.